Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἡ τοῦ ἄρχοντος π

См. также в других словарях:

  • Ιστορία του άρχοντος και σπαθαρίου Σταυράκη — Ποίημα άγνωστου ποιητή που αποτελείται από 326 στίχους. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1767. Αφηγείται την ιστορία του άρχοντα και σπαθάριου Σταυράκη, ο οποίος είχε υποσχεθεί ότι μετά τον θάνατό του η περιουσία του θα περιερχόταν στην… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοσύνη — Το σύνολο του συστήματος του δικαίου, που περιλαμβάνει τις γενικές αρχές του, τη φιλοσοφικο πολιτική του βάση και τη συνολική διαδικασία εφαρμογής του. Η πρώτη ολοκληρωμένη έκφραση της δ. ως νομικής έννοιας συναντάται στους Ρωμαίους, οι οποίοι… …   Dictionary of Greek

  • ВЕРРИЯ — [Верия; греч. Βέῤῥοια, Βέροια], город в обл. Македония (Греция) и митрополия Элладской Православной Церкви. Находится в 75 км к юго западу от Фессалоники, у подножия горного массива Вермион. История Древнейшей археологической находкой на… …   Православная энциклопедия

  • Serben — Serbisches Kreuz Serben (serbisch Срби/Srbi, altserbisch: Сьрби) sind eine slawische Ethnie, deren Angehörige vorwiegend in Serbien, Bosnien und Herzegowina, Kroatien, Montenegr …   Deutsch Wikipedia

  • θέμις — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν Τιτανίδα, κόρη της Γαίας και του Ουρανού, προσωποποίηση του θείου δικαίου, του νόμου και της τάξης. Συγκαταλέγεται (ύστερα από τη Μήτι και πριν από την Ήρα) μεταξύ των συζύγων του Δία, του εγγυητή όλων των κανόνων που… …   Dictionary of Greek

  • Λουρίδης, Ορέστης — (Κωνσταντινούπολη 1907 –). Οδοντίατρος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην οδοντιατρική και στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στο Παρίσι. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως οδοντίατρος και στη συνέχεια ως πανεπιστημιακός. Το… …   Dictionary of Greek

  • Δετοράκης, Θεοχάρης — (Αμαριανό Πεδιάδας Ηρακλείου 1936 –). Φιλόλογος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στην Παιδαγωγική Ακαδημία Ηρακλείου και στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Σταδιοδρόμησε, αρχικά, ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση και στη συνέχεια ως… …   Dictionary of Greek

  • господинъ — ГОСПОДИН|Ъ (558), А с. 1. Владелец, хозяин: при˫ашѩ дрьзновениѥ къ г҃ѹ. акы ѹгодьнии раби къ своѥмѹ г҃инѹ. Изб 1076, 43 об.; раби и рабын˫а плакахѹтьс˫а г҃на своѥго. ЖФП XII, 35а; Аще къто раба ѹчить виною б҃ючьсть˫а прѣобидѣти своѥго г҃дина. да… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • συγκλητικός — ή, ό / συγκλητικός, ή, όν, ΝΜΑ [σύγκλητος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ρωμαϊκή σύγκλητο (α. «συγκλητική τάξη» β. «συγκλητικοί πατέρες» τα μέλη τής ρωμαϊκής συγκλήτου) 2. το αρσ. ως ουσ. ο συγκλητικός μέλος τής ρωμαϊκής συγκλήτου 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Omurtag's Tarnovo Inscription — The Omurtag s Tarnovo Inscription. The Omurtag s Tarnovo Inscription is an inscription in Greek language, engraved on a column of dark syenite found in the SS. Forty Martyrs Church in Tarnovo. The inscription was known since 1858 when Hristo… …   Wikipedia

  • βασίλιννα — βασίλιννα, η (Α) η σύζυγος του «ἄρχοντος βασιλέως» στην αρχαία Αθήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς, πιθ. αρχικά με υποκοριστική σημασία. Κατ άλλους, βασίλιννα < βασιλεύς + ιννα, κατάλ. πιθ. προελληνικής προελεύσεως, που χρησίμευσε στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»